- ὁμοιοπαράγωγος
- ὁμοιοπαράγωγοςsimilarly derivedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιοπαράγωγος — ὁμοιοπαράγωγος, ον (Μ) αυτός που παράγεται με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + παράγωγος (< παράγω)] … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek